Η στρατικοποίηση της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής (βλ. Συρία Λιβύη, Ιράκ, κυπριακή ΑΟΖ) δημιουργεί εύλογους προβληματισμούς, ως προς την εξελικτική πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Αλήθεια υπάρχουν πολλοί συμπολίτες μας που εξακολουθούν να πιστεύουν ότι η Ελλάδα θα εξέλθει αβρόχοις ποσίν, απ΄ όσα τεκταίνονται στην ανατολική Μεσόγειο και το Αιγαίο; Εσχάτως, πληθαίνουν -ανησυχητικά- εγχώριες φωνές, οι οποίες προσπαθούν να επαναπροσδορίσουν συσταλτικότερα (sic) την εφαρμογή διατάξεων του δικαίου της θάλασσας και την εξυπηρέτηση των εθνικών συμφερόντων, ως μέσο υπερβάσης μίας επερχομένης ελληνοτουρκικής κρίσης. Αυτή όμως η προσέγγιση απάδει, με την προαναφερθείσα ερώτηση, αφού θα συνεπάγεται οικονομικό και γεωπολιτικό κόστος και πιθανή απαρχή νέων προβλημάτων.
Σε σχετικά πρόσφατη δήλωσή του, ο τότε Αρχηγός ΓΕΕΘΑ και μετέπειτα Υπουργός Άμυνας, ανέφερε: «Εάν ανέβουν [οι Τούρκοι] σε βραχονησίδα θα την ισοπεδώσουμε». Με μία πρώτη ανάγνωση, η δήλωση συνάδει με την λογική της αποτροπής. Μία συμπληρωματική όμως ερμηνεία, μας -και τους- ενημερώνει ότι στόχο της αντίδρασης των ελληνικών δυνάμεων θα αποτελέσει η βραχονησίδα. Δεν γνωρίζω αν συμβούλεψαν τον τότε Αρχηγό των Ενόπλων Δυνάμεων να χρησιμοποιήσει ρητορικά σχήματα –ως ηθελημένες και λειτουργικές, ως προς την επικοινωνία, αποκλίσεις από τη συμβατική στρατηγική γλώσσα- για να μην προκαλέσει. Ο Ναύαρχος ευθέως, δεν απείλησε με εξουδετέρωση των στρατευμάτων, που θα (αν) καταλάβουν την βραχονησίδα, αλλά περί ισοπέδωσής της. Ακόμη κι αν η εξουδετέρωση των τουρκικών στρατευμάτων επάγετε από την ενέργεια, ο Α/ΓΕΕΘΑ δεν δήλωσε το προφανές.
Υπό αυτό το πρίσμα, αυτοϋπονομεύεται η αποτρεπτική στρατηγική, την οποία επιδιώκουμε να ασκήσουμε έναντι της Τουρκίας. Προσπαθούμε να αποφύγουμε μία -ακόμη- ελληνοτουρκική κρίση, χρησιμοποιώντας ατυχή λεκτικά σχήματα. Παραδείγματος χάριν, το γνωστό επιμύθιο πως μία ελληνοτουρκική κρίση -ipso facto- θα καταλήξει σε παρέμβαση του ξένου παράγοντα και διαπραγματεύσεις, οι οποίες θα επιφέρουν ελληνικές υποχωρήσεις έναντι των αξιώσεων της Αγκύρας. Ως γνωστόν, η μισή αλήθεια είναι χειρότερη από το ψέμα˙ μία κρίση που θα καταλήξει σε ελληνική στρατιωτική ήττα, θα συνεπιφέρει τα προαναφερθέντα. Όλο όσοι αποσυνδέουν την εξέλιξη της κρίσης, δηλαδή τα τετελεσμένα της ισχύος, από το πλαίσιο της κατοπινής διαπραγμάτευσης μάλλον παρακάμπτουν βολικά την διεθνοπολιτική πρακτική˙ εκτός κι αν την προδικάζουν. Πιθανόν να έχουν κατά νου τις, κατ’ εξαίρεση, περιπτώσεις των πολέμων στην μεταψυχροπολεμική πρώην Γιουγκοσλαβία. Διαπραγματεύσεις μετά το πέρας της κρίσης θα υπάρξουν, το περιεχόμενό τους και οι «πιέσεις» που θα ασκηθούν θα ευθυγραμμιστούν σε μεγάλο βαθμό με την έκβασή της.
Επομένως, (ότ)αν προκύψει ελληνοτουρκική κρίση και οδηγηθεί σε στρατιωτική κλιμάκωση, η Ελλάδα οφείλει να την διεκπεραιώσει επιτυχώς. Η επιτυχής ή μη εξέλιξη της κρίσης θα καθορίσει και το μετέπειτα πλαίσιο διαπραγματεύσεων. Το νόστιμο -ως μέτρο αντίφασης- είναι ότι πολλοί που διατείνονται πως πρέπει να δεχθούμε σχέδιο «επίλυσης» του κυπριακού ζητήματος -που ουσιαστικά θα ακυρώνει την κρατική υπόσταση της Κύπρου-, χρησιμοποιούν ως επιχείρημα ή άλλοθι την στρατιωτική ήττα του 1974. Στο βαθμό που η πρωτοβουλία για την έναρξη της κρίσης ανήκει στην Τουρκία, το μόνο που απομένει στην Ελλάδα είναι ο έλεγχος της κλιμάκωσής της. Η αποκλιμάκωση δεν (θα πρέπει να) συνιστά αυτοσκοπό, παρά μόνο αν έχουν επιτευχθεί οι στρατιωτικοί σκοποί, οι οποίοι θα εξυπηρετούν τους πολιτικούς στόχους. Επιτυχίες σε τακτικό επίπεδο πρέπει να χρησιμοποιηθούν για την αποκλιμάκωση. Οι δε αποτυχίες, θα πρέπει να αντιστραφούν άμεσα με περαιτέρω κλιμάκωση.
Συγκαιρινά, η πρόθεση της Αγκύρας να προβεί σε υποθαλάσσιες έρευνες εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, εμφανίζεται ως το πιθανότερο σενάριο για την εκδήλωση μίας νέας διμερούς κρίσης. Παρά ταύτα, ακόμη αμφιταλαντευόμαστε αν θα πρέπει να καταθέσουμε στον ΟΗΕ συντεταγμένες για το εύρος της ελληνικής υφαλοκρηπίδας ή να ανακηρύξουμε ΑΟΖ. Ας αναλογιστούμε ότι η ανακήρυξη Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης συνιστά εθνική αναγκαιότητα, όχι τόσο, ούτε κυρίως, για την εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων, αλλά ως μέσο διασφάλισης και διαιώνισης της οικονομικής δραστηριότητας στον αιγιακό και μεσογειακό χώρο. Ιστορικά, η οικονομική παρουσία εξασφαλίζει και την φυσική παρουσία των συλλογικών υποκειμένων. Για του λόγου το αληθές, ρωτήστε τους αλιείς του ανατολικού Αιγαίου.
Η προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, παρουσιάζεται ως η πιο συμφέρουσα διέξοδος ειρηνικής επίλυσης των ελληνοτούρκικων ζητημάτων. Η επιλογή της νομικής διαδικασίας, δεν πρέπει να απομειώνει την κοινή προσπάθεια προάσπισης των κρατικών συμφερόντων και των προϋποθέσεων, ώστε να υπάρξουν οι ευνοϊκότερες συνθήκες για την καλύτερη δυνατή απόφαση από το όργανο. Δύσκολα όμως δύναται να υποστηρίξει κάποιος, ότι η ανακήρυξη ή όχι ΑΟΖ, ή η επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων, πριν την προσφυγή δεν θα επηρεάσει την κρίση του δικαστηρίου. Όσοι δηλώνουν για την μικρή έως ανύπαρκτη επήρεια των μικρών νησιών στην οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, εκτός ότι προδικάζουν την απόφαση του δικαστηρίου, δημιουργούν αλγεινές εντυπώσεις. Αν είναι τόσο βέβαιοι για την κατάληξη, λογικά θα έπρεπε να είναι ενάντιοι στην προσφυγή, εκτός κι αν βλέπουν την εν λόγω διαδικασία ως μέσο και άλλοθι αποδοχής των τουρκικών αξιώσεων.
Αναλογιζόμενος -κατ’ αντιστοιχία των ηρωίδων του αριστουργήματος του Άντον Τσέχωφ «Οι Τρεις Αδελφές»- την διάψευση ελπίδων, επιθυμιών και προσδοκιών όλων όσοι πρωτοστάτησαν στη διαμόρφωση και άσκηση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, έναντι της Τουρκίας την τελευταία εικοσιπενταετία, επιτρέψτε μου να παραφράσω την ακροτελεύτια φράση του θεατρικού δράματος: στην Χάγη αδελφές/οι μου, στη Χάγη!
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου