Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας: Το ελληνικό παράδοξο

 





Του Κωνσταντίνου Θ. Λαμπρόπουλου

Σ.Ε.Α: "Οδύσσεια" χωρίς εμφανές τέλος

Η παρατεταμένη ελληνοτουρκική κρίση ανέδειξε εκ νέου μία απ’ τις σημαντικές παθογένειες που διέπουν εν συνόλω τον ελληνικό μηχανισμό εθνικής ασφάλειας, την έλλειψη ολοκληρωμένου (comprehensive) στρατηγικού σχεδιασμού λογιζόμενου ως φιλοσοφία και πρακτική. 

Ακολούθως, επιβεβαιώνεται για μία ακόμη φορά, η απουσία  στρατηγικών κατευθύνσεων, η ανακλαστική αντιμετώπιση της απόπειρας επιβολής τουρκικών τετελεσμένων και η αποσπασματική - επιφανειακή δόμηση της ελληνικής στρατηγικής, τόσο αναφορικά με την απόκρουση της τουρκικής απειλής, όσο και με τον δέοντα ρόλο της Ελλάδας στο ρευστό και υπό διαμόρφωση διεθνές σύστημα.

Στον δημόσιο διάλογο, σε επίσημα ή ανεπίσημα fora, επανέρχεται διαρκώς η συζήτηση για τη δημιουργία μιας νέας επιτελικής θεσμικής δομής στρατηγικού σχεδιασμού, παραγωγής στρατηγικού έργου και διαχείρισης κρίσεων, γνωστή από τη διεθνή πρακτική ως Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας (National Security Council).

Η θεσμοθέτηση  Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας,  αποτελεί μια διαχρονική πολιτική απαίτηση και επιτακτική ανάγκη, η οποία θα συνέβαλε καταλυτικά στη συγκρότηση ενός στρατηγικού πυλώνα στο υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο, αποσκοπώντας στην εξαιρετική οργάνωση της ελληνικής υψηλής στρατηγικής και την βέλτιστη αξιοποίηση των συντελεστών ισχύος της χώρας.

Το συνεχιζόμενο ελληνικό παράδοξο αφορά το γεγονός ότι, ενώ το ζήτημα τίθεται επιτακτικά ως πολιτική προτεραιότητα, ιδίως σε περιόδους οξείας κρίσης, παραταύτα μετατίθεται διαρκώς στο απώτερο μέλλον χωρίς την παραμικρή αιτιολόγηση.

Η δυσεξήγητη ολιγωρία που παρατηρείται επί του ζητήματος, οφείλεται στη στρατηγική ατροφία, στην αμυντικότητα και την ακινησία, ως δομικά χαρακτηριστικά μιας παρωχημένης διαδικασίας άσκησης πολιτικής ενός δυσλειτουργικού πολιτικού συστήματος που αρνείται να προσαρμοστεί στις νέες πραγματικότητες ενός ρευστού περιβάλλοντος ασφαλείας.

Η πρόθεση δημιουργίας ΣΕΑ σε λανθασμένη βάση και το δέον γενέσθαι

Το ελληνικό παράδοξο επεκτείνεται έτι περαιτέρω, αφού υιοθετήθηκε ο θεσμός του Συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας χωρίς το Συμβούλιο, ήτοι τον υποστηρικτικό μηχανισμό, γεγονός που αποτελεί παγκόσμια πρωτοτυπία και προκαλεί αν μη τι άλλο σκωπτική διάθεση σε εταίρους και αντιπάλους.

Παρά τη δεδηλωμένη πρόθεση δημιουργίας Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας εν ευθέτω χρόνω, ουδέν χρονοδιάγραμμα έχει ανακοινωθεί, ενώ απουσιάζει απολύτως και η σχετική μεθοδολογία συγκρότησης ενός τέτοιου οργανισμού.

Ακολούθως, ο δημόσιος διάλογος επί του θέματος, συνεχίζει να διεξάγεται (καθώς βρίσκεται εν εξελίξει) υπό καθεστώς άγνοιας στοιχειωδών παραμέτρων που διέπουν μια τέτοιου τύπου μεταρρύθμιση για να καταστεί λειτουργική βάσει της διεθνούς και εγχώριας πραγματικότητας.

Ως εκ τούτου, κινείται απλουστευτικά και αποσπασματικά γύρω από δύο υψίστης σημασίας ζητήματα που είναι αλληλένδετα και αφορούν: α) την  δέουσα νοοτροπία δόμησης και υλοποίησης μιας τέτοιας μεταρρύθμισης, β) την απαραίτητη εφαρμογή οργανωτικών διαδικασιών και συγκεκριμένης μεθοδολογίας που συνδέονται με τον μεσοπρόθεσμο σχεδιασμό, την μακροσκοπική στρατηγική στόχευση και την βραχυπρόθεσμη καθημερινή (day to day) εργασία εντός συγκεκριμένου πλαισίου.

Αναφορικά με την ενδεδειγμένη νοοτροπία δόμησης μιας τέτοιας θεσμικής δομής, αυτή αφορά την αντίληψη που προωθεί το εθνικό συμφέρον stricto sensu, ενώ συνάδει απόλυτα με την πραγματικότητα της διεθνούς πολιτικής, ήτοι εδράζεται στις αρχές της ισχύος σ όλες τις διαστάσεις και δίνει έμφαση στο παράλληλο δίπτυχο ανταγωνισμού-συνεργασίας στις Διεθνείς Σχέσεις. 

Η ανωτέρω αντίληψη διέπει την πλειοψηφία τόσο των Μεγάλων Δυνάμεων που υιοθετούν μια ολιστική προσέγγιση στην εθνική ασφάλεια, όπως οι ΗΠΑ το Ηνωμένο Βασίλειο η Ρωσία, η Γαλλία, όσο όμως και Μεσαίων Δυνάμεων όπως το Ισραήλ, το οποίο θεσμοθέτησε Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας με καθυστέρηση μόλις το 1999.

Αναφορικά με τα ανωτέρω, στην ελληνική περίπτωση παρατηρείται δυστυχώς, η πλήρης απουσία κατεύθυνσης και σκοπού σε όποια απόπειρα έχει υπάρξει έως σήμερα, ενώ απουσιάζει έστω και ψήγμα αναφοράς στην κουλτούρα που θα διέπει ένα τέτοιο όργανο, τόσο απ’ τους δημοσιολογούντες όσο και στα κατά καιρούς πολιτικά σχέδια επί χάρτου.

Παραβλέπεται προδήλως η καταλυτική σημασία της στρατηγικής κουλτούρας από τους λήπτες αποφάσεων και η κατ’ επέκταση ουσιαστική συμβολή των στρατηγικών κατευθύνσεων στη μέθοδο διαλειτουργικότητας και διασύνδεση του θεσμικού οργάνου με τους υπόλοιπους πυλώνες του μηχανισμού εθνικής ασφάλειας.

Κυρίως όμως αγνοείται το γεγονός ότι η δημιουργία μιας τέτοιας θεσμικής δομής είναι μια διαδικασία που αναθεωρείται διαρκώς επί τα βελτίω και αυτό απαιτεί εξαρχής μια στρατηγική κατεύθυνση που θα αναφέρεται στον απώτερο στόχο εξυπαρχής.

Καλλιεργείται επιπρόσθετα  μια λανθασμένη εντύπωση σε πλείστους κύκλους ότι το Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας λογιζόμενο ως πανάκεια,  θα κινηθεί αυτόματα σύμφωνα με τις βουλές της ηγεσίας.

Ο μη καθορισμός της διαδικασίας εξαρχής, εγκυμονεί τον κίνδυνο να εφαρμοστεί η πιο συνήθης πρακτική που συναντάται σε μονοδιάστατες παρωχημένες δομές, ήτοι η λειτουργία επιτόπου (on the spot), με συνέπεια μια νέα θεσμική δομή να καταστεί δυσλειτουργική, χωρίς επεξεργασμένα εναλλακτικά σχέδια, προσπαθώντας να ισορροπήσει  μεταξύ πραγματικότητας και επιθυμίας της ηγεσίας. 

Αξίζει να σημειωθεί πως στην Ελλάδα, η αξία της διαδικασίας καθεαυτής, τείνει να υποτιμάται πλειστάκις, καθώς δίνεται υπερβάλλουσα σημασία στο γενικό σχέδιο, το οποίο άλλωστε δεν προκύπτει από  ενδελεχείς  διαδικασίες επεξεργασίας δεδομένων υπό αυστηρά διαμορφωμένο μεθοδολογικό πλαίσιο από τους διάφορους λήπτες αποφάσεων.

Σύμφωνα με τον Anthony Lake, Σύμβουλο Εθνικής Ασφάλειας του πρώην   προέδρου των ΗΠΑ, Bill Clinton, μια κακή διαδικασία εφαρμογής υπονομεύει πλήρως ακόμη και ένα βέλτιστο σχέδιο πολιτικής.

Στο πλαίσιο μιας νέας θεσμικής μεταρρύθμισης και της δημιουργίας ενός Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας, η ύπαρξη μιας ενδελεχούς οργανωτικής διαδικασίας αποτελεί sine qua non προϋπόθεση για την τελεσφόρηση των τεθειμένων στόχων.

Το γεγονός όμως που πρέπει να προσεχθεί ιδιαίτερα προς επίρρωση των ανωτέρω, αφορά την στρεβλή αποστεωμένη αντίληψη, διάχυτη σε πολλούς διαμορφωτές αποφάσεων περί του τρόπου πρόσληψης και του ρόλου των στελεχών που θα στελεχώσουν το νευραλγικό κέντρο της δομής.

Η απλή συσσώρευση ονομάτων, ακαδημαϊκών, διπλωματών και αξιωματικών των ΕΔ, χωρίς περιγραφή ρόλου αρμοδιοτήτων και εξειδίκευσης, όχι μόνο δεν θα προσφέρει αντιθέτως θα υπονομεύσει εξαρχής το όποιο εγχείρημα.

Το Σ.Ε.Α αφορά στρατηγικό σχεδιασμό και ανάλυση πολιτικής (policy analysis).Αυτό σημαίνει ότι απαιτεί μια πολυδιάστατη μεθοδολογία με ποιοτικά και ποσοτικά στοιχεία και ανθρώπινο δυναμικό εξοικειωμένο με το αντικείμενο με αντίστοιχα προσόντα.

Το Σ.Ε.Α δεν αποτελεί πεδίο ακαδημαϊκών πειραμάτων και εκθέσεων ιδεών.

Απαιτεί τη διαμόρφωση ενός ολοκληρωμένου στρατηγικού προϊόντος (strategic output) με συγκερασμό γνώσης και εμπειρίας εκπεφρασμένης σε πολιτική και μεθοδολογία που περιλαμβάνει ενσωμάτωση σύγχρονων τάσεων του στρατηγικού σχεδιασμού (policy analysis& management), διεπιστημονικής τεκμηρίωσης στο πλαίσιο ανάλυσης εξωτερικής πολιτικής (foreign policy analysis) αμυντικής ανάλυσης (defence analysis) και διαμόρφωσης στρατηγικών προτεραιοτήτων (strategic evaluation& prioritization), καθώς και διαχείριση δεδομένων πληροφοριών (intelligence data).

Σημείο μηδέν: Το απαραίτητο βήμα προς τα εμπρός

Δυστυχώς συνολικά το σύστημα λήψης αποφάσεων της χώρας συνεχίζει να διακατέχεται από κάκιστη νοοτροπία και φοβικά σύνδρομα.

Η συζήτηση συνεπώς εξαντλείται στο καθαυτό γεγονός της ίδρυσης του ΣΕΑ χωρίς πρότερη επεξεργασία του ενδεδειγμένου τρόπου λειτουργίας του και του σκοπού ίδρυσής του, ενώ υπάρχει και η άποψη πως το ΚΥΣΕΑ με την απαραίτητη πολιτική στήριξη θα αποτελούσε έναν αξιόπιστο θεσμικό μηχανισμό παραγωγής υψηλής στρατηγικής, συνεπώς η δημιουργία ενός νέου θεσμού δεν θα άλλαζε επί της ουσίας τα πράγματα.

Η αλήθεια είναι πως αυτός ο διάλογος έπρεπε να ήταν στο επίκεντρο πριν δύο δεκαετίες. Τώρα πλέον είναι παρωχημένος και δεν απηχεί τα δεδομένα του 21ου αιώνα.

Μια θεσμική δομή πλέον στον 21ο αιώνα πρέπει να απαντά στα εξής ερωτήματα (ενδεικτικά):

Α) Πώς θα συγκεράσει τις απαιτήσεις που προκύπτουν από τον μακροπρόθεσμο σχεδιασμό και ανάγνωσης του περιβάλλοντος απειλών (Grand Strategy) μ’ αυτές που ανακύπτουν από τις βραχυπρόθεσμες απειλές (Emergent Strategy) (Διασύνδεση Στόχων και Μέσων);

Β) Πώς θα εμπεδώνεται και θα διευκολύνεται η απρόσκοπτη ροή των πληροφοριών (των επεξεργασμένων και ορθών πληροφοριών)σ όλο το θεσμικό σύστημα και με ποια μεθοδολογικά εργαλεία θα επιτυγχάνεται η έγκαιρη προειδοποίηση (early warning) η ορθή εκτίμηση της απειλής (Foresight) και η επίγνωση της κατάστασης (Situational Awareness);

Γ) Πώς η θεσμική Δομή θα ενσωματώσει τις τεκτονικές αλλαγές που λαμβάνουν χώρα σε τεχνολογικό επίπεδο και αλλάζουν τα δεδομένα (game changers) στο πεδίο της ασφάλειας σε περιφερειακό και διεθνές επίπεδο; Πως θα επιτευχθεί η σύμπραξη δημόσιου και ιδιωτικού τομέα για την αξιοποίηση των δεδομένων της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης στις Στρατιωτικές Υποθέσεις;

Είτε συνεπώς δημιουργηθεί Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας, είτε αναβαθμιστεί το ΚΥΣΕΑ, είτε συνυπάρχουν και τα δύο, με το ένα λειτουργώντας ως υποστηρικτικός μηχανισμός του άλλου, το αποτέλεσμα δεν θα αναφέρεται σε μια θεσμική δομή  προσαρμοσμένη στην σύγχρονη πραγματικότητα, παρά θα επαναληφθεί μια παρωχημένη δομή με ψεύτικο άρωμα μεταρρύθμισης και την εντύπωση/πεποίθηση πως το πολιτικό/θεσμικό σύστημα έπραξε τα δέοντα.

Αυτή η εκδοχή  πρέπει να αποφευχθεί. Η χώρα βρίσκεται στο επίκεντρο πρωτοφανών αλλαγών στο υπό μετάβαση διεθνές σύστημα και επιβάλλεται να διαθέτει ένα όργανο παραγωγής στρατηγικής σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα αλλά προσαρμοσμένο κιόλας στην ελληνική ιδιαιτερότητα. Η αυτούσια εισαγωγή πολυδαίδαλων μοντέλων όπως των ΗΠΑ λ.χ δεν ενδείκνυται. Αντιθέτως, συγκεκριμένες πτυχές- κομμάτια  του αμερικανικού μοντέλου θα μπορούσαν να υιοθετηθούν.

Το ίδιο ισχύει και για μοντέλα όπως αυτά του Ηνωμένου Βασιλείου το οποίο σημειωτέον, αποτέλεσε και το πρότυπο για το Ισραήλ.

Το μείζον είναι να τεθούν εξαρχής σωστές βάσεις και τα δεδομένα θα αξιολογούνται και θα αναθεωρούνται σταδιακά.

Η χώρα όμως δεν δύναται να περιμένει άλλο. Απαιτείται βούληση να προχωρήσει  μια ουσιώδης μεταρρύθμιση που έπρεπε να έχει πραγματοποιηθεί δεκαετίες πριν. 

Οι καιροί ου μενετοί.

* Ο κ. Κων/νος. Θ Λαμπρόπουλος είναι Στρατηγικός Αναλυτής, Εταίρος Κέντρου Μελετών Ασφάλειας της Γενεύης

capital

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου